τραπεζίτης

From LSJ

ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰπεζῑ́της Medium diacritics: τραπεζίτης Low diacritics: τραπεζίτης Capitals: ΤΡΑΠΕΖΙΤΗΣ
Transliteration A: trapezítēs Transliteration B: trapezitēs Transliteration C: trapezitis Beta Code: trapezi/ths

English (LSJ)

τραπεζίτου, ὁ, Dor. τραπεζίτας IG9(1).110.10 (Elatea, iv B. C.), etc.:
A (τράπεζα II):—money-changer, banker, Lys.Fr.1.1, D.36.28, 49.5, Antiph. 159.11, PEleph.10.2 (iii B. C.), etc.; οἱ ἀνεσκευασμένοι τῶν τ. broken bankers, D.49.68.
2 director of a state-bank, SIG577.17 (Milet., iii/ii B. C.), UPZ112 ii 5 (ii B. C.), IG12(5).880.11, al. (Tenos, i B. C.).
II τραπεζίτης Πάρις violator of hospitality, Trag.Adesp. 270 (s.v.l.).
III τραπεζεῖται κύνες, = τραπεζῆες (v. τραπεζεύς), Hdn.Gr.2.356, al. [Hdn.Gr. l. c. says -ειτ- is correct in signf. III, -ῑτ- otherwise; in signf. 1 -ῑτ- is found in IG9(1) l. c. (iv B. C.), 42(1).98.13 (Epid., iii B. C.), PEleph. l. c. (iii B. C.), PCair.Zen.176.63 (iii B. C.), -ειτ- ib.174 (iii B. C.), SIG742.55 (Ephesus, i B. C.), etc.: prob. only -ῑτ- is correct.]

German (Pape)

[Seite 1134] ὁ, ein Geldwechsler, der für die, welche Geld zahlen, leihen, wechseln wollen, öffentlich auf dem Markte einen Wechseltisch, eine Wechselbank hält; Dem. 49, 5; Pol. 32, 13, 6 u. A.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
changeur, banquier.
Étymologie: τράπεζα.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰπεζίτης: ου (ῑ) ὁ меняла Lys., Dem., NT.

Greek (Liddell-Scott)

τραπεζίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (τράπεζα ΙΙ) ὁ ἔχων ἐν τῇ ἀγορᾷ χρηματιστικὴν τράπεζαν, τραπεζίτης, κολλυβιστὴς ἢ δανειστής, ἀνῆκε δὲ οὗτος ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον εἰς τὴν τάξιν τῶν ἀπελευθέρων, Λατ. argentarium, nummularius, Λυσίου Ἀποσπ. 2. 2, Δημ. 1186. 7, Ἀντιφάνης ἐν «Μισοπονήρῳ» 1. 11, πρβλ. ἀνασκευάζω 4. 2) ἐνιαχοῦ οἱ τραπεζῖται ἦσαν δημόσιοι ἄρχοντες, Συλλ. Ἐπιγρ. 203, 206., 3599. 12., 3600, κ. ἀλλ.

English (Strong)

from τράπεζα; a money-broker or banker: exchanger.

English (Thayer)

(τραπεζειτης T WH; see WH s Appendix, p. 154, and cf. εἰ, ἰ), τραπεζιτου, ὁ (τράπεζα, which see), a money-changer, broker, banker, one who exchanges money for a fee, and pays interest on deposits: Lysias), Demosthenes, Josephus, Plutarch, Artemidorus Daldianus, others.)

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και τραπεζείτης και τραπεζήτης και δωρ. τ. τραπεζίτας και βοιωτ. τ. τρεππεδίτας και θηλ. τραπεζῑτις, -ίτιδος, Α
αυτός που ασχολείται με το εμπόριο του χρήματος και, στην αρχαία Ελλάδα, αυτός που είχε ως έργο την ανταλλαγή και τον δανεισμό χρημάτων και την αποδοχή παρακαταθηκών και η έδρα της επιχείρησής του βρισκόταν στην αγορά ή σε άλλο δημόσιο χώρο, ο αργυραμοιβός
2. διευθυντής πιστωτικού ιδρύματος
νεοελλ.
1. αυτός που εκτελεί κάθε είδους τραπεζική εργασία, μπαγκέρης
2. ιδρυτής τράπεζας
3. (κυρίως στον πληθ.) οι τραπεζίτες
τα τελευταία δόντια στην πάνω και στην κάτω γνάθο, οι γομφίοι
αρχ.
1. στον πληθ. αἱ τραπεζῖται
δημόσιοι άρχοντες διαφόρων ελληνικών πόλεων
2. (κατά τον Ησύχ.) «κολλυβιστής, κερματιοτής, δανειστής»
3. φρ. α) «οἱ ἀνεσκευασμένοι τῶν τραπεζιτῶν» — οι χρεωκοπημένοι τραπεζίτες (Δημοσθ.)
β) «τραπεζεῖται κύνες» — σκυλιά που τους έτρεφαν οι κύριοί τους από το δικό τους φαγητό, αλλ. τραπεζῆες κύνες (Ηρωδιαν.)
γ) «τραπεζίτης Πάρις» — προσωνυμία του Πάριδος ως παραβιαστή της φιλοξενίας που του προσφέρθηκε (Τραγ. Αδέσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + κατάλ. -ίτης].

Greek Monotonic

τρᾰπεζίτης: [ῑ], -ου, ὁ (τράπεζα II), αυτός που διατηρεί χρηματιστική τράπεζα, τραπεζίτης, Λατ. argentarius, σε Δημ.

Middle Liddell

τρᾰπεζῑ́της, ου, ὁ, τράπεζα II]
one who keeps a bank, a banker, Lat. argentarius, Dem.

Chinese

原文音譯:trapez⋯thj 特拉-胚昔帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:四-腳(者)
字義溯源:兌換銀錢的人,銀行經紀人;源自(τράπεζα)*=桌子,座椅)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編
1) 兌換銀錢的人(1) 太25:27

Translations

money changer

Arabic: صَرَّاف‎; Egyptian Arabic: صراف‎; Armenian: լումայափոխ, դրամափոխ; Azerbaijani: sərraf; Catalan: canvista; Dutch: geldwisselaar, wisselaar, wisselagent; English: moneychanger, money-changer, money changer; Finnish: rahanvaihtaja; French: changeur; German: Geldwechsler, Geldwechslerin; Gothic: 𐍃𐌺𐌰𐍄𐍄𐌾𐌰; Greek: αργυραμοιβός, σαράφης; Ancient Greek: ἀργυραμοιβός, ἀργυροκοπιστήρ, ἀργυρονόμος, ἀργυροπράτης, ἀργυροπῶλος, καταλλάκτης, κερματιστής, κερμοδότης, κολλυβιστής, λιτροσκόπος, νομισματοπώλης, τραπεζίτας, τραπεζίτης, τρεπεδδίτας; Hindi: सराफ़; Indonesian: penukar uang; Irish: malartóir airgid; Italian: scambista; Ladino Hebrew: סאראף‎; Ladino Latin: saraf; Latin: nummularius, argentarius; Malay: pengurup wang; Manx: maylartagh argid, caghlaader argid; Middle English: monymaker; Old Church Slavonic: пѣнѧжьникъ, тръжьникъ; Persian: صراف‎; Portuguese: cambista; Romanian: cambist, cambistă, zaraf; Russian: меняла; Scottish Gaelic: malairtiche-airgid, neach-malairt, neach-malairt airgid; Spanish: cambista; Thai: คนแลกเงิน; Uzbek: sarrof

als: Geldwechsler; bjn: pahurupan duit; cv: улшуç; eo: monŝanĝisto; fa: صراف; he: חלפנות כספים; id: penukar uang; ja: 両替商; lv: naudas mijējs; ne: मुद्रा सटही; sq: sarafi; uz: sarrof