ἀρρενωπία

Revision as of 22:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A manly look, manliness, Pl.Smp.192a, Zeno Stoic.1.58.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρενωπία: ἡ, οὐσιαστ. τοῦ ἀρρενωπός, ἀρρενωπότης, Πλάτ. Συμπ. 192Α.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
air mâle ou viril.
Étymologie: ἀρρενωπός.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
aspecto viril, virilidad Pl.Smp.192a, Zeno Stoic.1.58.

Greek Monolingual

ἀρρενωπία, η (Α) αρρενωπός
η αρρενωπότητα, η ανδρικότητα.

Greek Monotonic

ἀρρενωπία: ἡ, ανδρική, ανδροπρεπής εμφάνιση, ανδροπρέπεια, ανδρισμός, αρρενωπότητα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρρενωπία: ἡ мужественный вид, возмужалость Plat.

Middle Liddell

[From ἀρρενωπός
a manly look manliness, Plat.