ἀρθροκηδής

Revision as of 23:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A limb-distressing, πόνοι Luc. Trag.15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρθροκηδής: -ές, ὁ τὰ ἄρθρα τοῦ σώματος λυμαινόμενος, ἀρθροκηδέσιν πόνοις Λουκ. Τραγῳδοποδάγρα 15.

Spanish (DGE)

-ές que afecta a las articulaciones πόνοι Luc.Trag.15.

Greek Monolingual

ἀρθροκηδής (-οῡς), -ές (Α)
ενοχλητικός στις αρθρώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρθρον + -κηδής < κήδος].