κήδος

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source

Greek Monolingual

κῆδος, -εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος)
κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῖδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.)
αρχ.
1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ' ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.)
2. θλίψη, ανησυχία, στενοχώρια (α. «εἴ πέρ τί σε κῆδος ἱκάνει», Ομ. Ιλ.
β. «Τρώεσσι δὲ κῆδε' ἐφῆπται ἐκ Διός», Ομ. Ιλ.)
3. πένθος, κηδεία («εἰς τὰ κήδη... οἱ συγγενεῖς ἀπαντώσι», Αριστοτ.)
4. αντικείμενο φροντίδας («Ἰλίῳ δὲ κῆδος ὀρθώνυμον», Αισχύλ.)
5. (ποιητ.) θυγατέρακῆδος Ἀδράστου λαβών» — αφού παντρεύθηκε τη θυγατέρα του Αδράστου, Ευρ.)
6. γάμοςεἰκός τε καὶ τὸ κῆδος Πανδίονα ξυνάψασθαι τῆς θυγατρός», Θουκ.)
7. στον πληθ. τὰ κήδεα
επικήδειες τελετές, πένθη («πατέρι δὲ γόον καὶ κήδεα λυγρά λεῖπε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ τ. kādos- «φροντίδα, λύπη», της ρίζας kād- «λύπη, μίσος» (πρβλ. και αρχ. ινδ. ri-śādas «αυτός που φροντίζει για τους φίλους», αβεστ. sādra «θλίψη, πόνος», τοχαρ. A kat «καταστροφή», γαλλ. hair «μίσος, αγγλ. hate, γερμ. hassen, haβ «μίσος»). Ο τ. κήδω, κήδομαι ανάγεται στην ίδια ρίζα αλλά δεν έχει ακριβή αντίστοιχα στις άλλες ΙΕ γλώσσες. Κατ' άλλη άποψη, η λ. ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Πιθ. συνδέεται με το ανθρωπωνύμιο Κηδικράτης.
ΠΑΡ. κηδεμών, κηδεστής, κηδεύω
αρχ.
κήδειος, κήδεος, κήδιστος, κηδόσυνος, κηδωλός.
ΣΥΝΘ. (Με Β' συνθετικό κήδομαι)
αρχ.
αντικήδομαι, επικήδομαι, περικήδομαι, προκήδομαι. (Με Β' συνθετικό κήδος)
αρχ.
ακηδής, ανακηδής, αποκηδής, αρθροκηδής, δημοκηδής, δυσκηδής, λαθικηδής, νεοκηδής, πανακηδής, πολυκηδής, προσκηδής, φιλοκηδής, φρενοκηδής.