ἀστρολόγος

Revision as of 23:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A astronomer, X.Mem.4.2.10, Epigr. ap. D.L.1.34. 2 later, astrologer, Epicur.Ep.2p.40U., LXX Is.47.13, SIG771.2 (Delph., i B.C.), S.E.M. 5.2, etc.

German (Pape)

[Seite 378] ὁ, der Sternkundige, Astronom, z. B. Xen. Mem. 4, 2, 10; erst bei Sp. Sterndeuter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρολόγος: -ον, (λέγω),... Λατ. astrologus, = ἀστρονόμος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 10, Ἐπίγραμμ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 34. 2) μεταγεν. = ἀστρόμαντις, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 93, Ἑβδ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
astronome.
Étymologie: ἄστρον, λέγω³.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 astrónomo ἀλλὰ μὴ ἀ., ἔφη, βούλει γενέσθαι; X.Mem.4.2.10, ἀ. πάντων πρεσβύτατος de Tales, Lobo SHell.509, cf. Plu.2.939a, Varro LL 9.24, Vitr.1.1.16, Aesop.40.
2 astrólogo μὴ φοβούμενος τὰς ἀνδραποδώδεις ἀστρολόγων ταχνιτείας Epicur.Ep.[3] 93, cf. LXX Is.47.13, SIG 771.2 (Delfos I a.C.), Cic.Diu.2.42.88, S.E.M.5.2, Firm.3.7.19.

Greek Monolingual

ο (AM ἀστρολόγος)
αυτός που ασχολείται με την αστρολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + -λογος < λέγω.

Greek Monotonic

ἀστρολόγος: -ον (λέγω), = ἀστρονόμος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀστρολόγος:
1) астроном Xen.;
2) звездочет, астролог Plut., Diog. L.