ἀτευχής

Revision as of 23:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, (τεῦχος) A unequipped, unarmed, E.Andr.1119, AP9.320 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 385] ές, unbewaffnet, Eur. Andr. 1118.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτευχής: -ές, (τεῦχος) μὴ ὡπλισμένος, ἄοπλος, Εὐρ. Ἀνδρ. 1119, Ἀνθ. Π. 9. 320.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
non équipé, non armé.
Étymologie: ἀ, τεῦχος.

Spanish (DGE)

-ές
inerme ἀτευχῆ παῖδ' Ἀχιλλέως E.Andr.1119, de Afrodita AP 9.320.3 (Leon.), cf. Nonn.D.26.19, 27.120
fig. desarmado, sin recursos contra una tentación, Serapio Off.Med.17. • DMic.: a-te-u-ke.

Greek Monolingual

ἀτευχής, -ές και ἀτεύχητος, -ον (Α) τεύχος
ο άοπλος.

Greek Monotonic

ἀτευχής: -ές (τεῦχος), μη οπλισμένος, άοπλος, σε Ευρ., Ανθ.· ομοίως, ἀ-τεύχητος, -ον, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀτευχής: невооруженный Eur., Anth.

Middle Liddell

τεῦχος
unequipped, unarmed, Eur., Anth.

English (Woodhouse)

unarmed