ἀφύλλωτος
English (LSJ)
ον, A bare of foliage, treeless, πέτρα S.Fr.299.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀφύλλωτος: -ον, ἄνευ φύλλων, ἄδενδρος, πέτρα Σοφ. Ἀποσπ. 281.
Spanish (DGE)
-ον desprovisto de follaje, pelado πέτρα S.Fr.299.
Russian (Dvoretsky)
ἀφύλλωτος: лишенный листвы, голый (πέτρα Soph.).