ἁλοτρίβανος
English (LSJ)
(τρίβω) A pestle to pound salt, Eust.183.10.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ mano de almirez, majadero, Et.Gen.1124, Gloss.2.544, cf. ἀλατρίβανος, ἀλετρίβανος.
Greek Monolingual
ἁλοτρίβανος, ο (Μ)
αλατοτρίφτης, εργαλείο με το οποίο κοπανίζουν το αλάτι, γουδοχέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλο- + τρίβω.