ἡ, A rubbish, Sch.E.Hec.159.
ἀχρεία: ἡ, ἄχρηστον πρᾶγμα, φορητός, συρφετός, Βυζ.· ἴδε Λοβ. Φρύν. 106.
-ας, ἡ• Grafía: graf. -ία SB 7449.12 (V d.C.)1 desperdicio, basura Sch.E.Hec.159D.2 invalidez ἀχρίαν ἀπέδιξεν SB l.c.
ἀχρεία, η (Μ) χρείαάχρηστο πράγμα, σκουπίδι.