ἁρπαγιμαῖος

Revision as of 23:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

α, ον, = sq., Orph.H.29.14, Phryn.PSp.6B.; σελήνη A scarcely visible, at close of month, Sch.Arat.735.

German (Pape)

[Seite 358] geraubt, Orph.; B. A. p. 5 ὅ δι' ἔρωτα ἢ δι' ἄλλην τινὰ πρόφασιν ἁρπασθεὶς καὶ ἁρπαγιμαῖα πράγματα τὰ εἰς ἁρπαγᾷν ἑτοῖμα καὶ τὰ ἁρπαζόμενα.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρπαγιμαῖος: -α, -ον, «ἁρπαγιμαῖος: τῶν χρησίμων ἐστὶ καὶ σπανίων ἡ φωνή· ὁ γὰρ δι’ ἔρωτα ἤ δι’ ἄλλην τινὰ πρόφασιν ἁρπασθεὶς οὗτος ἄν ἁρπαγιμαῖος καλοῖτο καὶ ἁρπαγιμαῖα πράγματα τὰ εἰς ἁρπαγήν ἕτοιμα καὶ ἁρπαζόμενα» Α. Β. 5, 25, Ὀρφ. Ὕμν. 28, 14.

Spanish (DGE)

(ἁρπᾰγῐμαῖος) -α, -ον
1 robado, arrebatado λέχη Orph.H.29.14, de una pers. por el amor, Phryn.PS 6
fig. de la luna antes de la luna nueva apenas visible Sch.Arat.735.
2 robable, codiciable ἁρπαγιμαῖα πράγματα τὰ εἰς ἁρπαγὴν ἕτοιμα Phryn.PS 6.