ἁρπαγιμαῖος
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
α, ον, = ἁρπάγιμος (ravished, stolen), Orph. H. 29.14, Phryn. PS p. 6B. ; σελήνη scarcely visible, at close of month, Sch. Arat. 735.
Spanish (DGE)
(ἁρπᾰγῐμαῖος) -α, -ον
1 robado, arrebatado λέχη Orph.H.29.14, de una pers. por el amor, Phryn.PS 6
•fig. de la luna antes de la luna nueva apenas visible Sch.Arat.735.
2 robable, codiciable ἁρπαγιμαῖα πράγματα τὰ εἰς ἁρπαγὴν ἕτοιμα Phryn.PS 6.
German (Pape)
[Seite 358] geraubt, Orph.; B. A. p. 5 ὅ δι' ἔρωτα ἢ δι' ἄλλην τινὰ πρόφασιν ἁρπασθεὶς καὶ ἁρπαγιμαῖα πράγματα τὰ εἰς ἁρπαγᾷν ἑτοῖμα καὶ τὰ ἁρπαζόμενα.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρπαγιμαῖος: -α, -ον, «ἁρπαγιμαῖος: τῶν χρησίμων ἐστὶ καὶ σπανίων ἡ φωνή· ὁ γὰρ δι’ ἔρωτα ἤ δι’ ἄλλην τινὰ πρόφασιν ἁρπασθεὶς οὗτος ἄν ἁρπαγιμαῖος καλοῖτο καὶ ἁρπαγιμαῖα πράγματα τὰ εἰς ἁρπαγήν ἕτοιμα καὶ ἁρπαζόμενα» Α. Β. 5, 25, Ὀρφ. Ὕμν. 28, 14.
Translations
stolen
Arabic: مَسْرُوق; Egyptian Arabic: مسروق; Belarusian: крадзены, украдзены; Danish: stjålen, stjålet; Dutch: gestolen; Finnish: varastettu; French: volé; Georgian: მოპარული; German: gestohlen; Greek: κλεμμένος; Ancient Greek: ἁρπαγιμαῖος, ἁρπάγιμος, ἁρπακτός, ἁρπάλιμος, κλεμμάδιος, κλεψιμαῖος, κλοπαῖος, κλοπιμαῖος, συλήσιος, ὑφαρπάγιμος, φωρίδιος, φώριος; Hungarian: ellopott; Italian: rubato; Japanese: 盗まれた; Macedonian: украден; Marathi: चोरलेले, चोरलेला, चोरलेली; Norwegian Bokmål: stjålen; Polish: ukradziony; Portuguese: roubado, furtado; Rapa Nui: hakananai'a; Russian: краденный, украденный, ворованный; Spanish: robado; Swedish: stulen; Tagalog: nakaw; Turkish: çalıntı, çalınmış; Ukrainian: крадений, украдений