ἄθλιβος
English (LSJ)
ον, A = ἀθλιβής 1, Gal.13.686.
German (Pape)
[Seite 47] Galen., dasselbe, pass.
Greek (Liddell-Scott)
ἄθλιβος: ἄθλιπτος, Γαλην. τόμ. ΙΓϳ, σ. 686. ἔκδ. Kühn.
Spanish (DGE)
-ον no apretado, no oprimido μέρος Gal.13.686.
ον, A = ἀθλιβής 1, Gal.13.686.
[Seite 47] Galen., dasselbe, pass.
ἄθλιβος: ἄθλιπτος, Γαλην. τόμ. ΙΓϳ, σ. 686. ἔκδ. Kühn.
-ον no apretado, no oprimido μέρος Gal.13.686.