ἀθλιβής
From LSJ
English (LSJ)
ἀθλιβές,
A not pressed or not hurt, Nonn. D. 9.31; not pressed out, ἰκμάδες 22.27.
II Act., not pressing, ib.37.220.
Spanish (DGE)
(ἀθλῐβής) -ές
1 que no ha sido exprimido μαζοί Nonn.D.9.31, ἰκμάδες Nonn.D.22.27.
2 que no oprime del bocado del caballo, Nonn.D.37.220.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθλῐβής: -ές, μὴ πιεσθεὶς ἢ βλαφθείς, Νόνν. Δ. 9. 31 ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ πιέζων, ὁ αὐτ. 37. 220.
German (Pape)
ές, Nonn. χαλινός, nicht drückend, D. 37.219; nicht gedrückt, μαζοί 9.30.