ἅρμοσις

Revision as of 00:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εως, ἡ, A tuning, Phryn.PSp.24B. (pl.): metaph. of numbers, Theol.Ar.54 (pl.).

German (Pape)

[Seite 356] dasselbe, das Zusammenfügen.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 mús. afinación ἁρμογή, μουσικὸν τοὔνομα, τιθέμενον ἐπὶ τῶν ἁρμόσεων, ἃς ποιοῦνται οἱ μουσικοί Phryn.PS 24.16.
2 de números armonía παγκάλως τε καὶ παραλλήλως ἡρμοσμένως πάσας ἁρμόσεις Theol.Ar.54.