ἐγκαταχωρίζω

Revision as of 00:45, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A place in:—Pass., ῥυθμοὶ -κεχωρισμένοι ἀδήλως D.H.Dem.50 (cf. ἐγκατατάσσω).

German (Pape)

[Seite 706] einstellen, -setzen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαταχωρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, καταχωρίζω ἔν τινι, Ὠριγέν. Φιλοκ. 25. σ. 92.

Spanish (DGE)

introducir, intercalar en v. pas. μέτρα καὶ ῥυθμοὶ ... ἐγκατακεχωρισμένοι ἀδήλως versos y ritmos introducidos de forma imperceptible en la prosa, D.H.Dem.50.6
fig. c. εἰς y ac. incluir en en v. pas. (τίνα) ἐγκαταχωρισθῆναι εἰς τὴν δικαιοῦσαν κλῆσιν τῇ προθέσει τοῦ θεοῦ Origenes Comm.in Rom.1.65 (p.211).