ἐγκαταχωρίζω
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
English (LSJ)
situate, position, dispose, place in:—Pass., ῥυθμοὶ ἐγκατακεχωρισμένοι ἀδήλως D.H.Dem.50 (cf. ἐγκατατάσσω).
Spanish (DGE)
introducir, intercalar en v. pas. μέτρα καὶ ῥυθμοὶ ... ἐγκατακεχωρισμένοι ἀδήλως versos y ritmos introducidos de forma imperceptible en la prosa, D.H.Dem.50.6
•fig. c. εἰς y ac. incluir en en v. pas. (τίνα) ἐγκαταχωρισθῆναι εἰς τὴν δικαιοῦσαν κλῆσιν τῇ προθέσει τοῦ θεοῦ Origenes Comm.in Rom.1.65 (p.211).
German (Pape)
[Seite 706] einstellen, einsetzen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταχωρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, καταχωρίζω ἔν τινι, Ὠριγέν. Φιλοκ. 25. σ. 92.