ἐθειρολόγος
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ου, ὁ instrumento para arrancar pelos, pinza Anon.Med.Ferr.282.
Greek Monolingual
ἐθειρολόγος, ο (Α)
χειρουργικό εργαλείο, πιθ. λαβή για αποτρίχωση.
-ου, ὁ instrumento para arrancar pelos, pinza Anon.Med.Ferr.282.
ἐθειρολόγος, ο (Α)
χειρουργικό εργαλείο, πιθ. λαβή για αποτρίχωση.