ἐθειρολόγος
From LSJ
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
English (LSJ)
ὁ, tweezer, Hermes 38.282 (s.v.l.).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ instrumento para arrancar pelos, pinza Anon.Med.Ferr.282.
Greek Monolingual
ἐθειρολόγος, ο (Α)
χειρουργικό εργαλείο, πιθ. λαβή για αποτρίχωση.