ἐλαιωτός
English (LSJ)
ή, όν, A oiled, Hsch. (-οτῷ cod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιωτός: -ή, -όν, (ἐλαιόω) ἠλαιωμένος, «ἐλαιωτῷ· ἐλαιοβαβαφεῖ» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ή, -όν bañado en aceite Hsch.ε 1848.
ή, όν, A oiled, Hsch. (-οτῷ cod.).
ἐλαιωτός: -ή, -όν, (ἐλαιόω) ἠλαιωμένος, «ἐλαιωτῷ· ἐλαιοβαβαφεῖ» Ἡσύχ.
-ή, -όν bañado en aceite Hsch.ε 1848.