ἐμπέλασις
English (LSJ)
εως, ἡ, A approaching, S.E.M.9.393, 11.98.
German (Pape)
[Seite 812] ἡ, Annäherung, Sezt. Emp. adv. math. 11, 98.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπέλᾰσις: -εως, ἡ, προσέγγισις, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 393.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
acercamiento, presentación c. gen. subjet. τὸ ἐπινοούμενον ... κατ' ἐμπέλασιν τῶν ἐναργῶν νοεῖται S.E.M.9.393, cf. 11.98, del que ora ante la divinidad, Procl.in Ti.1.211.20.
Greek Monolingual
ἐμπέλασις, η (Α)
η προσέγγιση.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπέλᾰσις: εως ἡ приближение Sext.