προσέγγιση

From LSJ

φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death

Source

Greek Monolingual

η / προσέγγισις, -ίσεως, ΝΑ προσεγγίζω
πλησίασμα, ζύγωμα
νεοελλ.
1. (για πλοίο) είσοδος σε λιμάνι, άφιξη, στάθμευση
2. ομοιότητα, αναλογία, αντιστοιχία
3. (σχετικά με θέμα, ζήτημα, πρόβλημα) αντιμετώπιση, εξέταση, πραγμάτευση («πρόκειται πράγματι για μια πρωτότυπη και δημιουργική προσέγγιση»)
4. φρ. α) «κατά προσέγγιση» — με μικρή διαφορά, περίπου.