ἐναγιστήριον
English (LSJ)
τό, A place for offering to the dead, IG4.203.9 (Corinth).
German (Pape)
[Seite 824] τό, Ort zum Todtenopfer, Inscr. 1104.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναγιστήριον: τό, ὁ τόπος ἔνθα ἐτελοῦντο προσφοραὶ εἰς τὰς σκιὰς τῶν τεθνεώτων, Συλλ. Ἐπιγρ. 1104.
Spanish (DGE)
-ου, τό
dud. hoyo o fosa para sacrificios rituales IG 4.203.9 (Istmia, imper.) en SEG 52.299.
Greek Monolingual
ἐναγιστήριον, το (Α)
τόπος ή οικοδόμημα όπου γίνονταν εναγισμοί.