ἐπίσιστον

Revision as of 08:50, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό, A a cry to urge on dogs, AB252, EM363.54.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσιστον: τό, «τὸ συρίζοντας ἐποτρύνειν καὶ ἐπισπέρχειν τοὺς κύνας ἐπὶ τὰ ἔργα ἐν τοῖς κυνηγεσίοις ἐπίσιστον καλοῦσιν» Α. Β. 252. 23, Ε. Μ. 363. 54.

Greek Monolingual

ἐπίσιστον, τὸ επισίζω
προτροπή στο σκυλί να τρέξει ή να επιτεθεί.