ἐπιγλυκαίνω

Revision as of 09:15, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A sweeten, Dion. Byz.2, Gal.14.277, Philum. ap. Orib. 45.29.8. II. intr., to be sweetish, Thphr.CP6.15.4.

German (Pape)

[Seite 932] noch dazu, noch mehr versüßen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιγλῠκαίνω: καθιστῶ τι ὁπωσοῦν γλυκύ, ἵνα ἐπιγλυκάνω καὶ κατακεράσω τὴν χολὴν Γαλην. τ. 14, σ. 277, 12. ΙΙ. ἀμεταβ., ὀσμὴν οἷον ἐπιγλυκαίνουσαν, ἔχουσαν γλυκύτητά τινα, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 15, 4.

Greek Monolingual

ἐπιγλυκαίνω (Α)
1. κάνω κάτι γλυκύτερο
2. είμαι υπόγλυκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γλυκαίνω ή < επίγλυκυς].