ἐπιβλήδην

Revision as of 09:20, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Adv. A laying on, ἐλάοντες, of hammers, A.R.2.80.

German (Pape)

[Seite 929] darauf werfend, schlagend, Ap. Rh. 2, 80.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβλήδην: Ἐπίρρ. (ἐπιβάλλω) ἐπιβλητικῶς, ὡς δ’ ὅτι νήϊα δοῦρα... ἀνέρες ὑληουργοὶ ἐπιβλήδην ἐλάοντες, συναρμόζοντες τὸ ἓν ἐπὶ τοῦ ἄλλου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 80.

Greek Monolingual

ἐπιβλήδην (Α)
επίρρ. με σφυρηλάτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βλήδην «με εκτόξευση»].