σφυρηλάτηση

From LSJ

Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht

Menander, Monostichoi, 64

Greek Monolingual

η / σφυρηλάτησις, -ήσεως, ΝΜ σφυρηλατῶ
η ενέργεια του σφυρηλατώ, σφυρηλασία
νεοελλ.
1. τεχνολ. διαμόρφωση με πλαστική παραμόρφωση μετάλλων ή μεταλλικών κραμάτων, που επιτυγχάνεται με κρουστική ή πιεστική κατεργασία μεταξύ δύο εργαλείων, π.χ. σφύρας και άκμονος
2. μτφ. διαμόρφωση, διάπλαση χαρακτήρα.