ἐπικουφισμός

Revision as of 09:27, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A relief, IGRom.4.1523.9 (Sardes); τῆς ὀχλήσεως Sor.2.38.

German (Pape)

[Seite 952] ὁ, Erleichterung, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικουφισμός: ὁ, ἀνακούφισις, Κλήμ. Ἀλ. 880, Συλλ. Ἐπιγρ. 3461. 9.

Greek Monolingual

ἐπικουφισμός, ὁ (Α) επικουφίζω
1. ελάφρυνση, ανακούφιση
2. επιγρ. ανακούφιση από τη φτώχεια με υλική βοήθεια.