ἐφέλκυσις

Revision as of 10:07, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εως, ἡ, A attraction, Asp.in EN160.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφέλκῠσις: -εως, ἡ, ἡ πρὸς ἕλξιν δύναμις, τὸ ἐφελκύειν, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 1, 6· γραμματ., ἡ τοῦ δὲ ἐπέκτασιςἐφέλκυσις (ὡς ἐν τῷ λόχονδε) Κραμ. Ἀνέκδ. τ. 1. σ. 363, 4. ― ἐφελκυσμός, ὁ, μετὰ τῆς αὐτῆς σημασίας, Εὐστ. 52. 24.