ἐπέκτασις
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
English (LSJ)
ἐπεκτάσεως, ἡ,
A extension, Arist. Cael.305b18; ἔχειν ἐπέκτασιν = to be capable of extension, Id.LI971b1.
b of time, Just.Nov.111.1.
2 explication, evolution, εἰς ἐνέργειαν καὶ ἐπέκτασιν προχωρεῖν Theol.Ar.14.
3 stretching of a rope, Hero Aut.2.4; of strands of gut, Ph.Bel.58.13; of hernia, κατ' ἐπέκτασιν Heliod. ap. Orib.50.42.
4 οἱ κατ' ἐπέκτασιν παραλελυμένοι = patients suffering from creeping paralysis, Herod. Med. ap. Orib.10.8.1.
II lengthening of a word, Arist.Po.1458b2 (pl.), 1458a23, A.D.Pron.6.14,al.; of a vowel, Id.Adv.144.19.
German (Pape)
[Seite 914] ἡ, verlängerte Ausdehnung, Eust., in der Wortbildung, Verlängerung eines Wortes, z. B. τημοῦτος aus τῆμος, Apoll. D. pron. 265 c; vgl. Arist. poet. 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπέκτασις: ἐπεκτάσεως, ἡ ἔκτασις, Ἀριστ. Οὐραν. 3. 7, 4· ἔχειν ἐπέκτασιν, ἐπιδέχεσθαι ἔκτασιν, ὁ αὐτὸς ἐν τῷ περὶ Ἀτόμ. Γραμμῶν 42. ΙΙ. τὸ ἐπεκτείνειν λέξιν τινά, (ὡς π.χ. ἐκεινοσί, τημοῦτος, τηλικοῡτος, δῷσι, πυλάων κτλ.) Ἀριστ. Ποιητ. 22, 8, Τρύφων 14, Ἀπολλών. Σοφ. 2. 1, Δράκων 37, 10., 156, 23, Ἀπολλών. Δ. περὶ Ἀντωνυμ. 265C, 296Β, Ἀρκάδ. 196, 1. - Ἰδίως ἡ ἐπέκτασις βραχέος φωνήεντος = ἔκτασις, Ἀπολλών. Δ. π. Ἐπιρρ. 553, 3, 588, 1.
Russian (Dvoretsky)
ἐπέκτᾰσις: ἐπεκτάσεως ἡ
1 протяжение (κενὸν καὶ ἐ. Arst.): ἐπέκτασιν οὐκ ἔχειν Arst. быть непротяженным;
2 растяжение, удлинение (τῶν ὀνομάτων Arst.);
3 грам. долгота (βραχύτης καὶ ἐ. Sext.).
Greek Monolingual
η (AM ἐπέκτασις) επεκτείνω
1. περαιτέρω έκταση, προέκταση («ἐπέκταση σιδηροδρομικῆς γραμμῆς», «ἐπέκταση δικαιωμάτων»)
2. επαύξηση λέξης με προσθήκη φωνηέντων («ἥλιος ἠέλιος, οὗτος οὑτοσί)
3. έκταση βραχύχρονου φωνήεντος
νεοελλ.
1. ανάπτυξη οργάνων για να αναπληρώσουν διάφορες δυσλειτουργίες
2. φρ. «ἐπέκταση φωτεινοῦ ειδώλου» — οπτική απάτη με εσφαλμένη εκτίμηση του εμβαδού τών επιφανειών όταν έχουν διαφορετικό φωτισμό
αρχ.
1. εξήγηση, ανάπτυξη
2. τέντωμα σχοινιού.
Translations
extension
Bulgarian: протягане, разтягане; Catalan: extensió; Danish: forlængelse; Dutch: uitbreiding; Finnish: laajennus, laajentaminen, ekstensio, ojennus; French: extension; German: Ausdehnung, Erweiterung; Hungarian: nyújtás, kinyújtás, tágítás, kitágítás, nyúlás, megnyúlás, tágulás, kitágulás; Italian: proroga, estemsione, estensione; Japanese: 拡張, 拡大, 伸展, 延長; Maori: torohanga; Norwegian Bokmål: utviding, utvidelse, forlengelse, forlenging; Nynorsk: utviding, forlenging; Oriya: ସମ୍ପ୍ରସାରଣ; Persian: گستردن, گسترده شدن; Polish: rozszerzenie; Portuguese: extensão; Romanian: extindere, extensiune; Russian: расширение, продление; Scottish Gaelic: leudachadh; Spanish: extensión; Vietnamese: sự mở rộng