ἐϋπλυνής

Revision as of 10:15, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, (πλύνω) A well-washed, well-cleansed, φᾶρος Od.8.392, 425, 13.67,16.173.

Greek (Liddell-Scott)

ἐϋπλῠνής: -ές, (πλύνω) καλῶς πλυθείς, καθαρός, φάρος ἐϋπλυνὴς Ὀδ. Θ. 392, 425., Ν. 67., Π. 173.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
épq.
bien lavé.
Étymologie: εὖ, πλύνω.

Greek Monotonic

ἐϋπλῠνής: -ές (πλύνω), αυτός που έχει πλυθεί καλά, καθαρός, σε Ομήρ. Οδ.