ατος, τό, A festival, holiday, LXX Wi.19.16.
[Seite 892] τό, die Feierlichkeit, LXX.
ἑόρτασμα: τό, ἑορτή, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΘ΄, 15).
ἑόρτασμα, το (Α) εορτάζωγιορτή.