ἔναυσις

Revision as of 11:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εως, ἡ, A taking from a neighbour, ὑδάτων τε πηγαίων καὶ πυρός Plu.Cim.10.

German (Pape)

[Seite 830] ἡ, das Anzünden, πυρός Plut. Cim. 10; ἀστραπῆς ἐναύσεις Criti. fr. p. 56 Bach.

Greek (Liddell-Scott)

ἔναυσις: ἡ, τὸ ἐναύειν, ἄναμμα, πυρὸς ἔναυσιν ἀνθρώπους ἐδίδαξαν Πλουτ. Κιμ. 10· ἀστραπῆς Κριτίας σ. 56, ἔκδ. Ν. Bach ἐν Λειψίᾳ 1827.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’allumer.
Étymologie: ἐναύω¹.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 encendimiento, acción de conseguir o prender fuego πυρὸς ἔναυσιν ... ἔδειξαν Plu.Cim.10.
2 fig. chispa, llama, principio θεόθεν τὴν ἔναυσιν εἰληφότα Clem.Al.Strom.6.17.157, cf. Didymus en Porph.in Harm.26.18.

Greek Monotonic

ἔναυσις: ἡ, άναμμα, πυρπόληση, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἔναυσις: εως ἡ зажигание (πυρός Plut.).

Middle Liddell

ἔναυσις, ιος n
a kindling, Plut.