άναμμα

From LSJ

Ὑφ' ἡδονῆς ὁ φρόνιμος οὐχ ἁλίσκεται → Sapiens non capitur deliciarum retibus → Der Weise wird nicht von der Lust gefangen gesetzt

Menander, Monostichoi, 518

Greek Monolingual

το (Α ἄναμμα) ἀνάπτω
νεοελλ.
1. το να ανάβει κανείς, να βάζει φωτιά, η ανάφλεξη
2. παροχή ρεύματος σε ηλεκτρική συσκευή ή λαμπτήρα
3. υψηλή θερμοκρασία, υπερβολική ζέστη
4. πυρετός
5. ο ανώτατος βαθμός μιας καταστάσεως, η ένταση
6. σεξουαλική διέγερση, έξαψη, ερεθισμός
7. (για τρόφιμα) έναρξη της σήψης, αλλοίωση
8. στον πληθ. τα ανάμματα
φρύγανο που χρησιμεύει για έναυσμα, κν. προσάναμμα
αρχ.
το αντικείμενο που φλέγεται, φλεγόμενη μάζα.