άναμμα

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434

Greek Monolingual

το (Α ἄναμμα) ἀνάπτω
νεοελλ.
1. το να ανάβει κανείς, να βάζει φωτιά, η ανάφλεξη
2. παροχή ρεύματος σε ηλεκτρική συσκευή ή λαμπτήρα
3. υψηλή θερμοκρασία, υπερβολική ζέστη
4. πυρετός
5. ο ανώτατος βαθμός μιας καταστάσεως, η ένταση
6. σεξουαλική διέγερση, έξαψη, ερεθισμός
7. (για τρόφιμα) έναρξη της σήψης, αλλοίωση
8. στον πληθ. τα ανάμματα
φρύγανο που χρησιμεύει για έναυσμα, κν. προσάναμμα
αρχ.
το αντικείμενο που φλέγεται, φλεγόμενη μάζα.