ἡμίκυπρον
English (LSJ)
τό, (A κύπρος 11.2) a measure, Hippon.24; said to = 1/2 μέδιμνος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1168] τό, ein Maaß, nach Hesych. ein halber Medimnus; vgl. Poll. 4, 164. 10, 113.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίκυπρον: τό, (κύπρος ΙΙ. 2) μέτρον τι, = modius, Ἱππῶν. 17˙ - Ἡσύχ. «ἥμισυ μεδίμνου».
Greek Monolingual
ἡμίκυπρον, τὸ (Α)
1. είδος μέτρου
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἥμισυς μέδιμνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κύπρος (μέτρο σιτηρών)].