A v. ἄνω (A),= ἀνύω. ἦνθον, ες, ε, Dor. for ἦλθον, v. ἔρχομαι.
ἤνετο: ἴδε ἐν λ. ἄνω = ἀνύω.
ἤνετο: γʹ ενικ. Παθ. παρατ. του ἄνω = ἀνύω.