α, ον, (ἰκτίν) A v. κτίδεος.
ἰκτίδεος: -α, -ον, (ἰκτὶς) ἴδε ἐν λ΄ κτίδεος.
ἰκτίδεος: -α, -ον (ἰκτίς), βλ. κτίδεος.
ἰκτίδεος, η, ον ἰκτίς [v. κτίδεος.]