κτίδεος
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
[ῐ], α, ον (from ἰκτίς: κτίς only in Hsch. s.v. κτιδέα), for ἰκτίδεος (which is not in use), of a marten, κτιδέη κυνέη marten-skin helmet, Il.10.335,458.
German (Pape)
[Seite 1519] = ἰκτίδεος, vom Wieselod. Marder; κτιδέη κυνέη, eine Sturmhaube von Wieselfell, Il. 10, 335. 458.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
en peau de martre.
Étymologie: épq. p. *κτίδιος, *ἰκτίδιος, de *κτίς, c. ἰκτίς.
English (Autenrieth)
(ἰκτίς): of weasel-skin; κυνέη, Il. 10.335 and 458.
Greek Monolingual
κτίδεος, -έη, -ον (Α)
αυτός που έχει κατασκευαστεί από δέρμα του ζώου ίκτις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ἴκτις.
Greek Monotonic
κτίδεος: [ῐ], -α, -ον αντί ἰκτίδεος (από το ἰκτίς), νυφίτσα, κτιδὴ κυνέη, κράνος από δέρμα νυφίτσας, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κτίδεος: (ῐ) ἴκτις меховой (κυνέη Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτίδεος -α -ον [~ ἰκτίς] van martervel:. κτιδέην κυνέην helm van martervel Il. 10.335.
Frisk Etymological English
Meaning: from marten
See also: s. ἴκτις.
Middle Liddell
κτῐ́δεος, η, ον [for ἰκτίδεος, from ἰκτίς
of a marten-cat, κτιδέη κυνέη a marten-skin helmet, Il.
Frisk Etymology German
κτίδεος: {ktídeos}
Meaning: aus Marder
See also: s. ἴκτις.
Page 2,34