ἰχθυόβρωτος

Revision as of 12:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A eaten by fish, Plu.2.668a, SIG997.7 (Smyrna).

German (Pape)

[Seite 1276] von Fischen gefressen, Plut. Symp. 4, 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχθυόβρωτος: -ον, καταβρωθεὶς ὑπὸ ἰχθύων, Πλούτ. 2. 668 Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dévoré par les poissons.
Étymologie: ἰχθύς, βιβρώσκω.

Greek Monolingual

ἰχθυόβρωτος, -ον (Α)
αυτός που έχει φαγωθεί από τα ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + βρωτός (< βιβρώοκω «τρώγω»)].

Russian (Dvoretsky)

ἰχθυόβρωτος: съеденный рыбами: ποιῆσαί τινα ἰχθυόβρωτον Plut. отдать кого-л. на съедение рыбам.