ἰσμή

Revision as of 12:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, (οἶδα, ἴσμεν) A knowledge, Hsch.

Greek Monolingual

ἴσμη (κώδ. ἰσμή), ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πρόφασις, σύνεσις, φρόνησις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴδ-μη
η λ. σχηματίστηκε από τη μηδενισμένη βαθμίδα ἰδ- του ρ. οἶδα].