ἰσμή

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσμή Medium diacritics: ἰσμή Low diacritics: ισμή Capitals: ΙΣΜΗ
Transliteration A: ismḗ Transliteration B: ismē Transliteration C: ismi Beta Code: i)smh/

English (LSJ)

ἡ, (οἶδα, ἴσμεν) knowledge, Hsch.

Greek Monolingual

ἴσμη (κώδ. ἰσμή), ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πρόφασις, σύνεσις, φρόνησις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴδ-μη
η λ. σχηματίστηκε από τη μηδενισμένη βαθμίδα ἰδ- του ρ. οἶδα].