ἰσχητήριος
English (LSJ)
α, ον, (ἴσχω) A astringent, Hp.Loc.Hom.20, cf. Erot.
Greek Monolingual
ἰσχητήριος, -ία, -ον (Α) ίσχω
στυπτικός, στυφός.
α, ον, (ἴσχω) A astringent, Hp.Loc.Hom.20, cf. Erot.
ἰσχητήριος, -ία, -ον (Α) ίσχω
στυπτικός, στυφός.