ἱππαιχμία
English (LSJ)
ἡ, A cavaliy-action, Sch.Pi.N.1.23 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1257] ἡ, Kampf zu Pferde, Schol. Pind. N. 1, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππαιχμία: ἡ, μάχη ἱππικοῦ, ἱππομαχία, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 1. 24.
ἡ, A cavaliy-action, Sch.Pi.N.1.23 (pl.).
[Seite 1257] ἡ, Kampf zu Pferde, Schol. Pind. N. 1, 17.
ἱππαιχμία: ἡ, μάχη ἱππικοῦ, ἱππομαχία, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 1. 24.