ἴσογκος
English (LSJ)
[ῐ], ον, A equal in bulk, Archim.Fluit.1.7,2.4.
Greek Monolingual
ἴσογκος, -ον (Α)
ίσος κατά τον όγκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ὄγκος.
[ῐ], ον, A equal in bulk, Archim.Fluit.1.7,2.4.
ἴσογκος, -ον (Α)
ίσος κατά τον όγκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ὄγκος.