ὁ, A dung-carrier, Stud.Pal.20.108.4 (iv A. D.).
ὀνθοφόρος, ὁ (Α)αυτός που μεταφέρει κοπριά ζώων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνθος «κοπριά ζώων» + -φόρος].