ὀνθοφόρος

From LSJ

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμενharbour secret counsels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνθοφόρος Medium diacritics: ὀνθοφόρος Low diacritics: ονθοφόρος Capitals: ΟΝΘΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: onthophóros Transliteration B: onthophoros Transliteration C: onthoforos Beta Code: o)nqofo/ros

English (LSJ)

ὁ, dung-carrier, Stud.Pal.20.108.4 (iv A. D.).

Greek Monolingual

ὀνθοφόρος, ὁ (Α)
αυτός που μεταφέρει κοπριά ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνθος «κοπριά ζώων» + -φόρος].