ὀπωριαῖος
English (LSJ)
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ὀπωριαῖος: -α, -ον, φθινοπωρινός, τὰ ὀπωριαῖα, = ὀπώρα ΙΙ, καρπός, Θεοφρ. π. Πυρ. 41.
Greek Monolingual
ὀπωριαῑος, -αία, -ον (Α)
1. φθινοπωρινός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀπωριαῑα
τα φρούτα, τα οπωρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. ωρ-ιαίος)].