ὀπωρολόγος
English (LSJ)
ον, A plucking fruit, Opp. C.1.125.
German (Pape)
[Seite 365] Obst lesend, sammelnd, Opp. Cyn. 1, 125.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπωρολόγος: -ον, ὁ συλλέγων ἢ δρέπων ὀπώρας, καρπούς, ’Οππ. Κ. 1. 125.
Greek Monolingual
ὀπωρολόγος, -ον (Α)
αυτός που συλλέγει καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -λόγος].