ον, of a spiral bandage, A criss-cross, Asclep. ap. Erot. s.v. σκέπαρνος.
ὀρθόλοξος: -ον, ὀρθὸς καὶ λοξός, Ἐρωτιαν. 334.
ὀρθόλοξος, -ον (Α)(για επίδεσμο) ορθός και λοξός, αυτός που έχει δεθεί σταυρωτά.