ἡ, fem. of ὀρχηστήρ, A dancing girl, v. l. in Poll.4.95, Hellenistic acc. to Moer.p.279 P.
[Seite 390] ἡ, fem. zu ὀρχηστήρ, Tänzerinn (?).
ὀρχήστρια: ἡ, θηλ. τοῦ ὀρχηστήρ, χορεύτρια, Πολυδ. Δ΄, 95.
ὀρχήστρια, ἡ (ΑΜ)βλ. ορχηστής.