ὀρχίπεδον

Revision as of 12:51, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό, in pl., A testicles, Ar.Eq.772,Av.443, Pl.956. (From ὄρχις and πέδον, like λακκόπεδον.)

German (Pape)

[Seite 390] τό, gew. int plur., der Hodensack, die Hoden; Ar. Plut. 956; ὀρχίπεδ' ἕλκειν, = ὀρχιπεδάω, Equ. 769 Av. 442; Lob. Phryn. 679.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρχίπεδον: [ῐ], τό, ἐν τῷ πληθ. οἱ ὄρχεις, Ἀριστοφ. Ἱππ. 772, Ὄρν. 442, Πλ. 955. (Ἐκ τοῦ ὄρχις καὶ πέδον, ὡς τὸ λακκόπεδον).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
région des bourses.
Étymologie: ὄρχις, πέδον.

Greek Monolingual

ὀρχίπεδον, τὸ (Α)
συν. στον πληθ. τὰ ὀρχίπεδα
οι όρχεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχις (II) + πέδον «έδαφος» (πρβλ. λακκό-πεδον)].

Russian (Dvoretsky)

ὀρχίπεδον: (ῐ) τό (преимущ. pl.) Arph. = ορχις.